ολοκαίνουργιος

ολοκαίνουργιος
-α, -ο και ολοκαίνουργος, -η, -ο
εντελώς καινούργιος, κατακαίνουργος, αμεταχείριστος, άθικτος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Киамос, Панос — Панос Киамос Имя при рождении греч. Πάνος Κιάμος Дата рождения 1975 год(1975) …   Википедия

  • αμεταχείριστος — η, ο (Α ἀμεταχείριστος, ον) νεοελλ. αυτός που δεν τόν μεταχειρίζεται ή δεν τόν μεταχειρίστηκε ακόμη κανείς, αχρησιμοποίητος, ολοκαίνουργιος αρχ. αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν μεταχειριστεί, να τόν χρησιμοποιήσει, άχρηστος, δύσχρηστος.… …   Dictionary of Greek

  • ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”